ἀτόνου

ἀτόνου
ἄτονος
slackness
masc/fem/neut gen sg
ἀ̱τόνου , ἀτονόω
weaken
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀτονόω
weaken
pres imperat act 2nd sg
ἀτονόω
weaken
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …   Dictionary of Greek

  • -ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… …   Dictionary of Greek

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… …   Dictionary of Greek

  • αφνειός — ἀφνειός, όν και ός, ή, όν και ἀφνεός, ά, όν) (Α) 1. εύπορος, πλούσιος 2. άφθονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άφενος, με κατάλ. ιος. Δηλ. αντί *αφενε(σ) ιος, με συγκοπή του άτονου ε μεταξύ του φ και του ν . Ο τ. μαρτυρείται στον Όμηρο, Ησίοδο, Θέογνι και με τη …   Dictionary of Greek

  • βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… …   Dictionary of Greek

  • βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • γιάσμα — το το αγίασμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγίασμα, με σίγηση τού αρκτικού άτονου α (πρβλ. επάνω πάνω, αιγιαλός γιαλός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γιαίνω — 1. θεραπεύω, γιατρεύω 2. είμαι υγιής, είμαι καλά 3. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιαίνω, με αποβολή του αρκτικού άτονου φθόγγου υ (πρβλ. γεια < υγεια, γιαλός < αιγιαλός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”